- φασκαίνω
- φασκαίνω, fascino
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
φασκαίνω — Α βασκαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού ρ. βασκαίνω (για την ετυμολ. τού τ. και για πιθανές συνδέσεις που δικαιολογούν το αρκτικό φ βλ. λ. βάσκανος)] … Dictionary of Greek